μεταμέλω

μεταμέλω
μετάμελος
repentance
masc nom/voc/acc dual
μετάμελος
repentance
masc gen sg (doric aeolic)
μεταμέλομαι
feel repentance
pres subj act 1st sg
μεταμέλομαι
feel repentance
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταμέλῳ — μετάμελος repentance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”